κριθάριον
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
τό, Dim. of κριθή, BGU33.11 (pl., ii/iii A. D.), PTeb.420.21 (iii A. D.), Thom.Mag.p.202 R.
German (Pape)
[Seite 1508] τό, eigtl. dim. von κριθή, Gerstenkörnchen, Sp., = κριθή.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κριθή, Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λ. κρίβανον.
Greek Monolingual
κριθάρι, το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτάριον, σωληνάριον)].