Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἐριδμαίνω (Α)
1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῖδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω
3. κινώ σε φιλονεικία
4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ-), αναλογικά προς τα ρήματα σε -μαίνω (πρβλ. πημαίνω)].