εριδαίνω

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ἐριδαίνω (Α) έρις
1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώαὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.)
2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαιεἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.).