παλίρροος

Revision as of 19:28, 16 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, contr. παλίρρους, παλίρρουν, A back-flowing, refluent, κλύδων E.IT1397; ebbing and flowing, metaph., of the breath, ἀήρ Opp.H.2.398; ἄσθμα Tryph.76. II metaph., recurring, returning upon one's head, πότμος E.HF739(lyr.), cf. El.1155(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροος: -ον, συνῃρ. παλίρρους, παλίρρουν, ὁ ῥέων πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀναρρέων, κλύδων Εὐρ. Ι. Τ. 1397· ὡσαύτως ὁ πλημμυρῶν καὶ ἀποσυρόμενος, κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, ἀὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 398· ἆσθμα Τρυφιοδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 76. ΙΙ. μεταφορ. ὁ παλινδρομῶν, κατὰ τῆς κεφαλῆς τινος ὑποστρέφων, πότμος, δίκη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 759, Ἠλ. 1155.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui reflue.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.

Greek Monotonic

παλίρροος: -ον, συνηρ. παλίρρους, παλίρρουν·
I. αυτός που ρέει προς τα πίσω, παλιρροϊκός, σε Ευρ.
II. μεταφ., παλίνδρομος, αυτός που επιστρέφει στην αρχή, στο ξεκίνημα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροος: стяж. πᾰλίρρους 2
1) текущий назад, обратный (κλύδων Eur.);
2) неуклонно возвращающийся, неминуемый (θεῶν πότμος, δίκη Eur.).