παλιρροϊκός

Greek Monolingual

και παλιρροιακός, -ή, -ό παλίρροια
1. ο σχετικός με την παλίρροια ή ο οφειλόμενος στην παλίρροια
2. φρ. α) «παλιρροϊκό κύμα» ή «παλιρροιακό κύμα» — καθεμιά επιμέρους περιοδική συνιστώσα που προστίθεται στην άλλη ώστε όλες μαζί να αποτελέσουν τη συνολική παλίρροια
β) «παλιρροϊκό ρεύμα» ή «παλιρροιακό ρεύμα» — η κατά το οριζόντιο επίπεδο κίνηση τών σωματιδίων της υδρόσφαιρας που προκαλείται από την παλίρροια
γ) «παλιρροϊκό πεδίο»
(γεωλ.-ωκεαν.) επίπεδη ιλυοαργιλώδης επιφάνεια η οποία συνορεύει με τις εκβολές ενός ποταμού και καλύπτεται ή αποκαλύπτεται διαδοχικά από τα θαλάσσια ύδατα, ανάλογα με το εύρος της παλίρροιας
δ) «παλιρροϊκή τριβή» — η τάση που ασκείται σε ένα ουράνιο σώμα, όπως είναι λ.χ. η Γη ή η Σελήνη, το οποίο υφίσταται κυκλικές μεταβολές της βαρυτικής έλξης καθώς εκτελεί τροχιά γύρω από ένα άλλο σώμα ή καθώς ένα άλλο σώμα περιφέρεται γύρω του.