ἀπελευθερῶ

From LSJ
Revision as of 19:29, 16 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(AM ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω)<br />αποδίδω την ελευθερία σε δούλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω)
αποδίδω την ελευθερία σε δούλο
νεοελλ.
1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω
2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω
3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω.