Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλλήγορος

From LSJ
Revision as of 08:54, 19 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλήγορος Medium diacritics: ἀλλήγορος Low diacritics: αλλήγορος Capitals: ΑΛΛΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: allḗgoros Transliteration B: allēgoros Transliteration C: alligoros Beta Code: a)llh/goros

English (LSJ)

ον, allegorical, Et.Gud.515.42. Adv. ἀλληγόρως = allegorically, Anon. (fort. Tz.)ap. Sch.A.Pr.428.

Spanish (DGE)

-ον
1 alegórico, Et.Gud.s.u. συνήγορος.
2 adv. ἀλληγόρως = interpretando alegóricamente γνῶθι τοῦτ' ἀλληγόρως Anon.(¿Tz.?) en Sch.A.Pr.428.

Greek Monolingual

ἀλλήγορος, -ον ο αλληγορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + -ήγορος (< ἀγορά)
το -η- του β' συνθετικού σύμφωνα με τον νόμο «της εκτάσεως εν συνθέσει» του Wackernagel Στον Chantraine ο τ. απαντά ως ἀλληγόρος].