κηρύκεια
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
κηρυκεία, ιων. τ. κηρυκηΐη, ἡ (Α) κηρυκευω
1. το αξίωμα ή το έργο του κήρυκα («τοῖσι αἱ κηρυκηΐαι αἱ ἐκ Σπάρτης πᾶσαι γέρας δέδονται», Ηρόδ.)
2. πρεσβεία («μηδ' ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω», Αισχίν.)
3
ο μισθός του κήρυκα.