κηρύκεια

From LSJ
Revision as of 22:10, 24 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

κηρυκεία, ιων. τ. κηρυκηΐη, ἡ (Α) κηρυκευω
1. το αξίωμα ή το έργο του κήρυκα («τοῖσι αἱ κηρυκηΐαι αἱ ἐκ Σπάρτης πᾶσαι γέρας δέδονται», Ηρόδ.)
2. πρεσβεία («μηδ' ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω», Αισχίν.)
3
ο μισθός του κήρυκα.