κηρυκηΐη
From LSJ
English (LSJ)
κηρυκήϊον, Ion. for κηρυκεία, -ειον.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. κηρυκεία.
Greek (Liddell-Scott)
κηρῡκηΐη: -ήϊον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κηρυκεία, -ειον.
Greek Monotonic
κηρῡκηΐη: -ήϊον, Ιων. αντί κηρυκεία, -ειον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρυκηΐη Ion. voor κηρυκεία.
German (Pape)
[ῡ], ion. = κηρυκεία.