Ολυμπιάδα

From LSJ
Revision as of 22:10, 24 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ Ὀλυμπιάς) Ολυμπία
1. οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τών οποίων η ίδρυση και καθιέρωση σύμφωνα με τη μυθική παράδοση αποδίδεται στον Πίσο ή στον Πέλοπα και οι οποίοι αναδιοργανώθηκαν από τον Ηρακλή («ἦν γὰρ κατά τωὐτὸ Ὀλυμπιὰς τούτοισι τοῖσι πρήγμασι συμπεσοῡσα», Ηρόδ.)
2. (στην αρχ. Ελλάδα) περίοδος τεσσάρων ετών μεταξύ δύο διαδοχικών Ολυμπιακών Αγώνων η οποία αποτελούσε χρονολογική μονάδα ιστορικών γεγονότων με αφετηρία την πρώτη επίσημη Ολυμπιάδα του 776 π.Χ. («τρεῑς 'Ολυμπιάδας ἀνήλωσεν ἵνα γράψη», Πλούτ.)
αρχ.
1. νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες
2. κάθε νίκη ή κάθε θρίαμβος
3. φρ. «Ὀλυμπιάς ἐλαία» — στεφάνι από κλαδί ελιάς ως βραβείο στους Ολυμπιακούς Αγώνες («Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾱν χρησέοις μιχθέντα», Πίνδ.).