καφενείο

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο προσφέρεται καφές και άλλα ποτά, καθώς και γλυκά, και όπου μπορούν οι πελάτες να παίξουν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαγειρείον, ταβερνείον). Η λ., στον λόγιο τ. καφενεῖον, μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζάντιου].