напряжённый
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Russian > Greek
γυιοβαρής, δυσπέρατος, δυστράπελος, δυσχερής, ἔγκοπος, ἔμμοχθος, ἐπίπονος, καματηρός, κοπιαρός, κοπιώδης, κοπώδης, περισκελής, πραγματώδης, χαλεπός