ἔγκοπος
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ἔγκοπον,
A wearied, AP6.33 (Maec.), LXX Jb.19.2, Is.43.23.
II wearisome, ib.Ec.1.8.
III interrupted, checked, πρᾶξις Cat.Cod.Astr.2.161. Adv. ἐγκόπως Phld.Rh. 1.23 S.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fatigado, cansado ἴχνος AP 6.33 (Maec.), ἔγκοπον ποιήσετε ψυχήν μου LXX Ib.19.2, ἔγκοπον ἐποίησά σε LXX Is.43.23.
2 fatigoso λόγοι LXX Ec.1.8, βίος Ath.Al.M.27.225B, ὁδός Basil.M.29.444B, Sch.Hes.Th.993a.
II adv. ἐγκόπως = fatigosamente μανθάνειν Phld.Rh.2.51Aur.
German (Pape)
[Seite 709] ermüdet, ermattet; ἴχνος Qu. Maec. 7 (VI, 33); D. L. 4, 50; – ermüdend, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui brise, fatigant;
2 fatigué.
Étymologie: ἐγκόπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκοπος:
1 утомительный, мучительный (προκοπή Diog. L.);
2 усталый, измученный (ἴχνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκοπος: -ον, κοπώδης, δυσχερής, κατάκοπος, Ἀνθ. Π. 6. 33, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΘ΄, 2, Ἠσαΐ. 43, 23). ΙΙ. «δυχερής» (Ἡσύχ.), Ἑβδ. (Ἐκκλ. Α΄, 8).
Greek Monolingual
ἔγκοπος, -ον (Α)
1. κοπιώδης
2. κατάκοπος.
Greek Monotonic
ἔγκοπος: -ον, κατάκοπος, σε Ανθ.