εξοβελίζω

From LSJ
Revision as of 07:46, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(AM ἐξοβελίζω)
σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι του Ομήρου εξοβελίζονται»)
νεοελλ.
απορρίπτω, διαγράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο χωρίο κειμένου» (< οβελός «οριζόντια γραμμή για την απόρριψη χωρίου ως νόθου»)].