Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
ἐπίκωμος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.)
2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»].