πώρος
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
ο / πῶρος, ΝΑ, και ποῦρος Α
ο πωρόλιθος
νεοελλ.
1. ιατρ. οστέινη και χόνδρινη ουσία που σχηματίζει συνδετική γέφυρα ανάμεσα στα άκρα ενός οστικού κατάγματος κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης
2. η πέτρα τών δοντιών, η τρυγία
αρχ.
1. σταλακτίτης σπηλαίου («πῶρος
ἀπολίθωσις ὑγρῶν», Ησύχ.)
2. πέτρα στην ουροδόχο κύστη
3. (ιδίως για αρθρώσεις που πάσχουν από αρθρίτιδα) πωρώδης σύσταση («σηπόμενον δὲ γίγνεται τὸ αἷμα ἐν τῷ σώματι πύον, ἐκ δὲ τοῦ πύου πῶρος», Αριστοτ.)
4. στον πληθ. οἱ πῶροι
λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν στα θεμέλια κτηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό οικοδομικό όρο που δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκε και στην ιατρική. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για δάνεια λ., ενώ η σύνδεση της με ακκαδ. pulu δεν θεωρείται πιθανή].