ἐξίλασμα
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ατος, τό, A ransom, propitiatory offering, LXX 1 Ki.12.3, Ps.48(49).8.
German (Pape)
[Seite 882] τό, das Aussöhnungsmittel, Sühnopfer, LXX.; Lösegeld, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίλασμα: τό, ἐξιλαστήριος προσφορά, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 3, Ψαλμ. ΜΗ, 8).
Greek Monolingual
ἐξίλασμα, το (AM) εξιλάσκομαι
εξιλαστήρια προσφορά («οὐ δώσει τῷ θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ», ΠΔ).