απής
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
αφής και απής (AM ἀφ' ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν)
αφότου, από τότε που
νεοελλ.
1. όταν
2. αφού, επειδή.