ερώ
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. ἐρέω)
μσν.- νεοελλ.
(συν. το μέσ.) ἐρῶμαι
1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην»)
2. (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος
ο αγαπητικός, ο εραστής
β) η ερωμένη
(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά
μσν.
(και το μέσ.) ερώμαι
επιθυμώ («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ.