ἐντελεχής
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ές, only as A f.l. for ἐνδελεχής, e.g. Thphr. CP5.1.10, Ph.2.587; and so Adv. ἐνδελεχῶς Pl.Lg.905e.
Greek Monolingual
ἐντελεχής, -ές (Α)
βλ. ενδελεχής, εντελέχεια.
Russian (Dvoretsky)
ἐντελεχής: филос. осуществленный, действительный (ἐντελεχῆ ποιῆσαί τι Arst. - v.l. ἐνδελεχής).