perfección
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Spanish > Greek
ἀκατάσκεπτος, εἰλικρίνεια, ἄνυσις, ἀτρεψία, ἀκρότης, αὐτοτελειότης, ἐντέλεια, τὸ ἀνεπίληπτον