ἀνούατος
English (LSJ)
ον, A without ear: without handle, Theoc.Ep.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούατος: -ον, (οὖς) ἄνευ ὡτός, ἄνευ λαβῆς, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
(ἀνούᾰτος) -ον
que no tiene orejas ξόανον Theoc.Ep.4.3. Tb. ἀνόϝ(Ϝ)οτον o ἀνώϝοτον. • DMic.: a-no-wo-to.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀνούᾰτος: -ον (οὖς), αυτός που δεν έχει αυτί, χωρίς χερούλι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνούᾰτος: безухий (ξόανον Theocr.).
Middle Liddell
[οὖς]
without ear: without handle, Theocr.