ἀσημείωτος

From LSJ
Revision as of 11:40, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσημείωτος Medium diacritics: ἀσημείωτος Low diacritics: ασημείωτος Capitals: ΑΣΗΜΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: asēmeíōtos Transliteration B: asēmeiōtos Transliteration C: asimeiotos Beta Code: a)shmei/wtos

English (LSJ)

ον, A unnoticed, πηγὴν παρελθεῖν Ph.1.121; ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν GDI3059.22 (Byzantium, i A. D.). II without signposts, of a road, Demetr.Eloc.202. III not capable of being inferred by signs, ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.Sign. 30.

German (Pape)

[Seite 369] unbezeichnet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσημείωτος: -ον, μὴ σεσημειωμένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 22. 2) ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ μὴ ἔχουσα μιλιάρια, ἤτοι λίθινα σημεῖα τῶν μιλίων, Ψευδο-Δημητρ. 89. 14.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. ἀσαμήωτος GDI 3059.22 (Megáride I d.C.)
1 no señalado, no marcado ὁδός Demetr.Eloc.202, πηγή Ph.2.121, αἱ Χηλαί Sch.Arat.607, fig. μὴ ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν GDI l.c.
2 que no se puede indicar con signos los que rechazan los métodos de inferencia ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.Sign.30.35, cf. 31.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσημείωτος, -ον)
ο απαρατήρητος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί
2. εκείνος που δεν είναι σημειωμένος» που δεν έχει δηλαδή σωματικό ελάττωμα
αρχ.
1. όποιος δεν έχει διακριτικά σημεία
2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να γίνει αναφορά με σημάδια ή σύμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημειώ (-όω) < σημείον].