ἐκτροφή

From LSJ
Revision as of 11:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτροφή Medium diacritics: ἐκτροφή Low diacritics: εκτροφή Capitals: ΕΚΤΡΟΦΗ
Transliteration A: ektrophḗ Transliteration B: ektrophē Transliteration C: ektrofi Beta Code: e)ktrofh/

English (LSJ)

ἡ, A bringing up, rearing, nurture, E.Fr.317.5 (pl.), Sor.1.81, Arist.HA542a30 (pl.), GA754a8, al.; ἐ. καρπῶν J.AJ5.1.21: metaph., breeding, κακοδαιμονίας Phld.Ir.p.27 W.

German (Pape)

[Seite 783] ἡ, das Aufziehen, Großziehen, Arist. H. A. 3, 15 u. öfter; Strab. IX, 436.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροφή: ἡ, ἀνατροφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 319. 5· ἀνάπτυξις ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 13, κ. ἀλλ.· ἐκτροφὴ καρπῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 21.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 cría, crianza, alimentación de niños ἐκτροφαὶ καλαί E.Fr.317.5, τοῦ Τηλέφου Str.12.8.2, τῶν νηπίων Plu.Rom.4, D.H.1.84, I.AI 18.191, por la nodriza IG 12.Suppl.29b.3, ἀνθρώπου δ' ἡ μὲν ἐ. πολύπονος ἡ δ' αὔξησις βραδεῖα Plu.2.496e, (βρέφος) οὐκ ἄξιον ἐκτροφῆς ὄν Sor.2.6.39, de anim. πολλὰ δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκτροφὰς τῶν τέκνων στοχαζόμενα de las aves muchas (se aparean en determinada época) con vistas a la alimentación de las crías Arist.HA 542a30, cf. 588b30, D.P.Au.2.4, ἡ ἐ. οὐκ ἐν τῇ μητρί ἐστιν del embrión de los ovíparos, Arist.GA 754a8, como parte de un proceso general ἐκτροφαί τε πάντων καὶ ἀκμαὶ καὶ φθίσεις Arist.Mu.399a28, τῶν διδόντων δ' ἐκτροφήν γ' εἶ eres de los que mantienen a la mujer de otro, Men.Phasm.85 (dud.).
2 bot. nutrición, cultivo, crecimiento οἱ καρποὶ ... τινος ἀέρος δέονται ... εἰς τὴν ἐκτροφήν Thphr.CP 2.1.6, cf. 5.1, καρπῶν I.AI 4.232, 5.78
fig. cultivo, fomento κακοδαιμονίας Phld.Ir.9.25.

Greek Monolingual

ἐκτροφή, η (Α)
ανατροφή, μεγάλωμα
εκτροφή χοίρων»)
αρχ.
1. (για καρπούς) θρέψη («ἐκτροφὴ καρπῶν», Ιώσηπ.)
2. μτφ. επαύξηση («ἐκτροφὴ κακοδαιμονίας», Φιλόδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐκτροφή:
1) вскармливание, выкармливание (ἡ ἐ. ἐν τῇ μητρί ἐστιν Arst.);
2) воспитание (τῶν τέκνων Arst.; τῶν νηπίων Plut.).

English (Woodhouse)

education, rearing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)