μακραίων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, A lasting long, βίος A.Fr.350 (dub.), S.OT518; μακραίωνι… σχολᾷ Id.Aj.193 (lyr.). 2 of persons, long-lived, aged, Id.OC152 (lyr.); Μοῖραι μ. Id.Ant.987 (lyr.); τίς τῶν μ.; who of the immortals? Id.OT1099 (lyr.); μ. λαός Tim.Pers.219; of the stars, Corn.ND17.
Greek (Liddell-Scott)
μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, μακροχρόνιος, πολυχρόνιος, βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, ἔνθα (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μακρόβιος, Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι σφόδρα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
1 qui dure longtemps;
2 qui vit longtemps, vieux ; immortel.
Étymologie: μακρός, αἰών.
Greek Monolingual
ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, -ωνος)
1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αἰών (πρβλ. δυσαίων, ευαίων)].
Greek Monotonic
μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ (μακρός),·
1. μακροχρόνιος, σε Σοφ.
2. λέγεται για ανθρώπους, μακρόβιος, ηλικιωμένος, στον ίδ.· οἱ μακραίωνες, οι αθάνατοι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μακραίων: ωνος adj.
1) долгий, продолжительный (βίος Eur.);
2) долговечный, долго живущий (sc. Οἰδίπους Soph.);
3) бессмертный (Μοῖραι Soph.).
Middle Liddell
μακρ-αίων, ωνος, ὁ, ἡ, μακρός
1. lasting long, Soph.
2. of persons, long-lived, aged, Soph.; οἱ μακραίωνες the immortals, Soph.