νεῖρα
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
νεῖρα: ἢ νείρα, ἴδε ἐν λ. νείαιρα.
Greek Monotonic
νεῖρα: ή νείρα, ἡ, συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νεῖρα: или νείρα ἡ (= νείαιρα)
1) нижняя часть живота Eur.;
2) внутренности Aesch.