εὐθεώρητος

From LSJ
Revision as of 16:12, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθεώρητος Medium diacritics: εὐθεώρητος Low diacritics: ευθεώρητος Capitals: ΕΥΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eutheṓrētos Transliteration B: eutheōrētos Transliteration C: eftheoritos Beta Code: eu)qew/rhtos

English (LSJ)

ον, A easily seen or observed, Arist.HA578a20, Thphr. HP1.1.1 (Comp.); τινι D.S.19.37. 2 easy to perceive, Arist. Rh. 1376b31; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος it is easy to conduct an inquiry about... Id.GA724a17; οὐκ ἔστιν εὐ. ποτέρωςId.SE180b3; τίνες εἰσὶ καὶ πόσαιIamb. Comm.Math.24: c. acc. et inf., Phld.Herc.1251.7.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu sehen, zu beobachten, Arist. H. A. 6, 27 rhet. 1, 15; τινί, D. S. 19, 37; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος, man kann das leicht einsehen, Arist. gen. an. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεώρητος: -ον, εὐκόλως ὁρώμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 27· τινι, ὑπό τινος, Διόδ. 19. 37. 2) εὐνόητος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 25· εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 32· οὐκ ἔστιν εὐθ. ποτέρως... ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλεγχ. 25. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à percevoir, à connaître ou à comprendre.
Étymologie: εὖ, θεωρέω.

Greek Monolingual

εὐθεώρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῖς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.)
2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῦτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ].

Russian (Dvoretsky)

εὐθεώρητος:
1) легко заметный, хорошо видимый Arst., Plut.;
2) легко воспринимаемый, ощутительный Arst., Plut.