προφρόνως
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
later Adv. fr. πρόφρων.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontiers, avec empressement (litt. « d’un esprit porté vers »).
Étymologie: πρόφρων.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ.
βλ. πρόφρων.
Russian (Dvoretsky)
προφρόνως: эп.-ион. προφρονέως
1) с готовностью, охотно, рьяно (μάχεσθαι Hom.);
2) всей душой, горячо (τίειν Hom.; φιλεῖν Pind.);
3) благосклонно (ἐπιδεῖν Aesch.).