ἐπεσβολία

From LSJ
Revision as of 17:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεσβολία Medium diacritics: ἐπεσβολία Low diacritics: επεσβολία Capitals: ΕΠΕΣΒΟΛΙΑ
Transliteration A: epesbolía Transliteration B: epesbolia Transliteration C: epesvolia Beta Code: e)pesboli/a

English (LSJ)

ἡ, A hasty speech, scurrility, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν Od.4.159, cf. Man.6.625, Q.S.1.748: later in sg., Max.65; φοβερῆς ἰὸς -ίης, of Archilochus' satires, AP9.185, cf. 7.70 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, das Umsichwerfen mit Worten, – a) ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, dreistes, keckes Geschwätz zu Tage bringen, Od. 4, 159. – b) das Schmähen, τοὺς νείκεε ἐπεσβολίῃσι κακῇσι Qu. Sm. 1, 748, von den Schmähgedichten des Archilochus, En. ad. 503 (IX, 185), vgl. Iul. Aeg. 60 (VII, 70).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεσβολία: ἡ, τὸ ἔπεσι βάλλειν, λοιδορία, βλασφημία, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, «τὰς περὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ (τοῦ Τηλεμάχου δηλ.) φλυαρίας καὶ λοιδορίας διεξιέναι» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 159· ἐπὶ τῶν ἰάμβων τοῦ Ἀρχιλόχου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀνθ. Π. 9. 185, πρβλ. 7. 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole légère ou téméraire.
Étymologie: ἐπεσβόλος.

Greek Monolingual

ἐπεσβολία, η (Α) επεσβόλος
λοιδορία.

Greek Monotonic

ἐπεσβολία: ἡ, επιπόλαιος, απερίσκεπτος λόγος, αισχρολογία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεσβολία:
1) дерзкие речи, развязная болтовня Hom.;
2) колкости, язвительные слова Anth.

Middle Liddell

ἐπεσβολία, ἡ,
hasty speech, scurrility, Od. [from ἐπεσβόλος