μεθύστερον
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
Russian (Dvoretsky)
μεθύστερον: (τό) adv.
1) впоследствии, потом или впредь, отныне HH, Soph.: οὐ μ. Aesch. немедленно, мгновенно;
2) слишком поздно (μ. τὴν μάθησιν ἄρνυμαι Soph.).
English (Woodhouse)
(see also: μεθύστερος) afterwards, later, of time, too late