ἀνθρωπίζω

Revision as of 20:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A act like a man, play the man, Archyt. ap. D.L.3.22; opp. κυνάω, Luc. Demon.21: -so in Med., Ar.Fr.37. II Pass., become man, Alex.Aphr.in Top.137.27, Simp.inPh.1138.28:—so in Act., AP1.105.

German (Pape)

[Seite 234] sich wie ein Mensch betragen, wie ein Mensch handeln, Luc. Demon. 21, im Ggstz von κυνᾶν, auch im med., Ar. B. A. 82 u. Poll. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπίζω: μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς ἄνθρωπος, φέρομαι ὡς ἄνθρωπος, εἶμαι φιλάνθρωπος, Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ κυνάω, Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. βίος 21: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., γίγνομαι ἄνθρωπος, Ἐκκλ.: - καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105.

French (Bailly abrégé)

1 vivre ou se conduire comme un homme;
2 être ou devenir homme;
Moy. ἀνθρωπίζομαι vivre en homme.
Étymologie: ἄνθρωπος.

Spanish (DGE)

1 actuar como hombre Archyt.Fr.Sp.(1, p.562), op. κυνάω Luc.Demon.21.
2 en v. med. hacerse hombre Ar.Fr.37, Alex.Aphr.in Top.137.27, Gr.Naz.M.36.97C, Simp.in Ph.1138.28, Leont.H.Nest.M.86.1524B
en v. act. AP 1.105.

Greek Monolingual

ἀνθρωπίζω)
νεοελλ.
1. ανθρωπεύω
2. (μτβ.) εξανθρωπίζω
αρχ.
1. ζω και συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, όπως ταιριάζει σε άνθρωπο
2. (παθ., -ομαι)
γίνομαι άνθρωπος.

Greek Monotonic

ἀνθρωπίζω: μέλ. -ίσω, είμαι ή πράττω ως άνθρωπος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπίζω:
1) тж. med. Arst., Luc., Diog. L. = ἀνθρωπεύομαι;
2) принимать образ человека Anth.

Middle Liddell

to be or act like a man, Luc.