εξανθρωπίζω
Greek Monolingual
(AM ἐξανθρωπίζω) εξάνθρωπος
μσν.- νεοελλ.
εξημερώνω, εκπολιτίζω
μσν.
παθ.
1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῦν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα)
2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες
αρχ.
1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο για άνθρωπο («σιτία ἐξηνθρωπισμένα», Ιπποκρ.)
2. φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους, συμπεριφέρομαι ως κοινός άνθρωπος («δεδιέναι μὴ ἐξανθρωπισθείητε»
[για αυτοκράτορες] να φοβάστε μήπως φανείτε ως κοινοί άνθρωποι, Συν.).