ἐπινοητός
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
ή, όν, A conceivable, Vit.Philonid.p.10C., Phld.Mus. p.92 K.; object of thought, existing in the mind, S.E.M.8.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινοητός: -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.
Greek Monolingual
ἐπινοητός, -ή, -όν (Α) επινοώ
1. κατανοητός, εύληπτος
2. αυτός που υπάρχει στον νου.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινοητός: выдуманный, воображаемый, мысленный Sext.