καταχραίνομαι
From LSJ
French (Bailly abrégé)
barbouiller.
Étymologie: κατά, χραίνω.
Greek Monotonic
καταχραίνομαι: αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταχραίνομαι: обрызгивать, окроплять (γάλακτι Anth.).
Middle Liddell
Dep. to besprinkle, Anth.