κακοτροπεύομαι
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
A deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.
German (Pape)
[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.
Greek Monolingual
κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).