ἀναποδείκτως
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
French (Bailly abrégé)
adv.
sans preuves.
Étymologie: ἀ, ἀποδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναποδείκτως: без доказательств, бездоказательно (λεγόμενα Plut.; λαμβάνειν τι Sext.).