ὀξυλαβής

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠλᾰβής Medium diacritics: ὀξυλαβής Low diacritics: οξυλαβής Capitals: ΟΞΥΛΑΒΗΣ
Transliteration A: oxylabḗs Transliteration B: oxylabēs Transliteration C: oksylavis Beta Code: o)culabh/s

English (LSJ)

ές, A quick at seizing, of the eagle, Arist.HA619b29.

German (Pape)

[Seite 353] ές, schnell fassend, ergreifend, Arist. H. A. 9, 34, vom Adler.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλᾰβής: -ές, ὁ ταχὺς εἰς τὸ λαμβάνειν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3. ― ὀξύλᾰβος, ον, Εὐστ. 1753. 50.

Greek Monolingual

ὀξυλαβής, -ές (Α)
(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -λαβής (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαβ-ον), πρβλ. μεσο-λαβής].

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠλᾰβής: быстро хватающий, хваткий (ἀετός Arst.).