διαθηριόω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
strengthened for θηριόω, Plu.2.33ob.
German (Pape)
[Seite 578] ganz wild, zornig machen, Plut. de Alex. fort. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
διαθηριόω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ θηριόω, Πλούτ. 2. 330Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
Pass. prés. 3ᵉ sg. διαθηριοῦται;
rendre tout à fait sauvage.
Étymologie: διά, θηρίον.
Russian (Dvoretsky)
διαθηριόω: приводить в ярость (ὑπὸ τῶν χρωμάτων τούτων τὰ ζῷα διαθηριοῦται Plut.).