μονοκότυλος
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
ον, A with but one row of arms or suckers, Arist.HA525a17, PA685b13.
German (Pape)
[Seite 203] mit einer Reihe Saugwarzen, κοτυληδών, Arist. H. A. 4, 1 Gen. an. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον σειρὰν κοτυληδόνων, δηλ. ἕνα μόνον πλόκαμον μυζητικῶν θηλῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 17, π. π. Μορ. 4. 9, 14· πρβλ. κοτυληδὼν Ι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοκότυλος, -ον)
νεοελλ.
1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα
βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από μια σειρά μυζητικών θηλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κότυλος «κοτυληδόνα» (πρβλ. δι-κότυλος)].
Russian (Dvoretsky)
μονοκότῠλος: с одним рядом присосок (γένος τῶν πολυπόδων Arst.).