νουσοφόρος

From LSJ
Revision as of 13:24, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσοφόρος Medium diacritics: νουσοφόρος Low diacritics: νουσοφόρος Capitals: ΝΟΥΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nousophóros Transliteration B: nousophoros Transliteration C: nousoforos Beta Code: nousofo/ros

English (LSJ)

ον, Ion. for A νοσοφόρος, γῆρας AP6.27 (Theaet.).

Greek (Liddell-Scott)

νουσοφόρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.

Greek Monolingual

νουσοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -φόρος].

Greek Monotonic

νουσοφόρος: Ιων. αντί νοσοφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νουσοφόρος: несущий с собой болезни (γῆρας Anth.).