πολυκρατής

Revision as of 13:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ές, A very mighty, Μοῖρα B.8.15; ἀραὶ φθιμένων (leg. τεθυμένων) A.Ch.406 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] ές, sehr mächtig, Aesch. Ch. 400.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκρᾰτής: -ές, λίαν ἰσχυρός, κραταιός, ἀραὶ φθιμένων Αἰσχύλ. Χο. 496. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très puissant, tout-puissant.
Étymologie: πολύς, κράτος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει μέγα κράτος, πολύ ισχυρή δύναμη (α. «πολυκρατής Μοῖρα», Βακχ.
β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρατής (< κράτος, τὸ, «δύναμη, εξουσία»), πρβλ. μεγαλο-κρατής].

Greek Monotonic

πολυκρᾰτής: -ές (κράτος), πολύ ισχυρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυκρᾰτής: могущественный (ἀραὶ φθινομένων Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκρατής -ές [πολύς, κράτος] zeer machtig.

Middle Liddell

πολυ-κρᾰτής, ές κράτος
very mighty, Aesch.