στηλογραφέω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
A inscribe on or as on a tablet, Ph.1.477, J.AJ16.6.2 (Pass.), OGI335.151 (Pergam., ii B.C., Pass.), Ἀρχ.Δελτ.2.145,147 (Beroea, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 941] auf eine Säule schreiben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στηλογρᾰφέω: ἐπιγράφω ἐπὶ στήλης, ἢ οἱονεὶ ἐπὶ στήλης, Φίλων 1. 477, Ἰώσηπ. Ἐκκλ.· καθόλου, περιγράφω, Βυζ.
Russian (Dvoretsky)
στηλογρᾰφέω: записывать на столбе Anth.