τετραμερής
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ές, quadripartite, Arist. Fr. 47, LXX 2 Ma. 8.21, S.E. P. 1.23, Sor. Fasc. 40. Adv. τετραμερῶς Sm. Ez. 1.8, Eust. 1572.24.
German (Pape)
[Seite 1098] ές, viertheilig, aus vier Abtheilungen bestehend, Plut. de mus. 24 S. Emp. pyrrh. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰμερής: -ές, ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 1. 23, 237. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 1572, 24· - ὁ Τζέτζ. ἐν Ἱστ. 3. 341, ἔχει καὶ τὸ οὐσιαστ. τετραμέρεια, ἡ, πρὸς πᾶσαν τετραμέρειαν τῆς γῆς ἐφαπλώσας νίκας.
Spanish
que consta de cuatro partes, cuatripartito
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη
νεοελλ.
φρ. «τετραμερή άνθη»
βοτ. άνθη τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά τέσσερα, ή πολλαπλάσια του τέσσερα, μόρια.
επίρρ...
τετραμερῶς ΜΑ
σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πεντα-μερής].
Russian (Dvoretsky)
τετραμερής: состоящий из четырех частей Arst., Plut., Sext.