συνθηματικός

From LSJ
Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθημᾰτικός Medium diacritics: συνθηματικός Low diacritics: συνθηματικός Capitals: ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synthēmatikós Transliteration B: synthēmatikos Transliteration C: synthimatikos Beta Code: sunqhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A by preconcerted signs, σ. γράμματα writings in cipher, Plb.8.16.9. Adv. -κῶς in cipher, Id.8.17.4. II symbolical, Dam.Pr.210.

Greek (Liddell-Scott)

συνθημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ προηγουμένην συνεννόησιν ἢ συμφωνίαν, γράμματα συν., ἐκ τῶν προτέρων συμπεφωνημένα, ἰδιαίτερα, οὐχὶ συνήθη, Πολύβ. 8. 18, 9. ― Ἐπίρρ. συνθηματικῶς, συνθ. γράφειν, διὰ συνθηματικῶν σημείων γράφειν, αὐτόθι 19. 4, πρβλ. σύνθημα Ι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνθηματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύνθημα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα
2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες»
[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την ίδια επαγγελματική απασχόληση, συνήθως για να επιτυγχάνεται η συνεννόηση τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. μυστικά ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες
β. «ἔχοντα παρά τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», Πολ.)
(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται κατά συνθήκη, μετά από συνεννόηση, ορισμένες έννοιες.
επίρρ...
συνθηματικώς / συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν
με συνθηματικά σημεία, με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

συνθημᾰτικός: условный (γράμματα Polyb.).