φιλένδοξος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A fond of the great, snobbish, Cic.Att.13.19.3.
German (Pape)
[Seite 1276] gern berühmt, ruhmliebend, Cic. Att. 13, 19.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλένδοξος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν δόξαν ἢ φήμην, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 13. 19, 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
φιλόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔνδοξος.
Russian (Dvoretsky)
φιλένδοξος: любящий славу Cic.