ἐνδεῶς
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière insuffisante ; ἐνδεεστέρως ἤ THC moins que ; ἐνδεῶς ἔχειν τινός PLUT manquer de qch;
Cp. ἐνδεεστέρως.
Étymologie: ἐνδεής.
Greek Monotonic
ἐνδεῶς: επίρρ. του ἐνδεής, βλ. αυτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεῶς: недостаточно (γνῶναί τι Thuc.): ἐνδεεστέρως ἢ προσῆκεν Dem. меньше, чем следовало; ἐ. ἔχειν τινός Eur., Plut. ощущать недостаток в чем-л.; ἐ. πράττειν τοῖς ἰδίοις Plut. нуждаться, бедствовать.
Middle Liddell
adverb[adverb of ἐνδεής, q. v.]