ἀβριθής

Revision as of 15:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

English (LSJ)

ές, A of no weight, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.

German (Pape)

[Seite 4] ές, nicht schwer, βάρος Eur. Suppl. 1125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβρῑθής: -ές, μὴ ἔχων βάρος: βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές. Εὐρ. Ἱκ. 1125.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne pèse pas.
Étymologie: , βρίθω.

Spanish (DGE)

(ἀβρῑθής) -ές no pesado, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.

Greek Monotonic

ἀβρῑθής: -ές (βρῖθος), αυτός που δεν έχει βάρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβρῑθής: невесомый, не тяжелый: βάρος οὐκ ἀ. Eur. весьма тягостное бремя.

Middle Liddell

βρῖθος
of no weight, Eur.