ἐπιτελεστικός

From LSJ
Revision as of 16:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελεστικός Medium diacritics: ἐπιτελεστικός Low diacritics: επιτελεστικός Capitals: ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitelestikós Transliteration B: epitelestikos Transliteration C: epitelestikos Beta Code: e)pitelestiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of effecting one's purpose, Arist.Phgn.813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; for fulfilment, ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία Hsch. s.v. τεληέσσας: Sup., Sch.Il.8.247. II capable of celebrating, μυστηρίων Ptol. Tetr.72.

German (Pape)

[Seite 990] ή, όν, vollendend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελεστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπιτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 56.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) επιτέλεσις
αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση του ποθούμενου
αρχ.
1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)
2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτελεστικός:
1) завершающий Arst.;
2) крепкий, сильный Arst.