сильный
From LSJ
Russian > Greek
μέγας, τηλίκος, βαθύς, πληκτικός, βία, βίη, λιπαρός, ἐπιτελεστικός, ὀχυρός, ἐρρωμένος, πηγός, ἁδρός, ἰσχυρός, κραταιός, ἄρρην, βαρύτονος, ἐπίτονος, εὔτονος, ὅσος, ὅσσος, σύντονος, καρτερόθυμος, χλούνης, δριμύς, στιβαρός, οὖλος, ἰνώδης, σφοδρός, δραστικός, ἀμφιλαφής, ὑπερδέξιος, λάβρος, γονίας, πραγματικός, λαμπρός, ἀκραής, δυνατός, ἐγκρατής, εὔρωστος, ἴφιος, δυναμικός, καρτερός, μαλερός, ἀλκήεις, ἀλκάεις, ἀλκᾶς, σθεναρός, ῥωμαλέος, ἴφθιμος, ἐπικρατής, σφεδανός, ἐπαλκής, ῥαγδαῖος, στερεός, ἀτενής, ἐμβριθής, βαρύς, χρηστός, βίαιος, νεανικός, θαλερός, ἀδινός, κύριος