крепкий

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Russian > Greek

ἀαγής, ἀδινός, ἁδρός, αἰζήϊος, αἰζηός, ἀλκαῖος, ἀμαιμάκετος, ἀνεμοτρεφής, ἀντίτυπος, ἄρρηκτος, ἀσταγής, ἀστεμφής, ἀτενής, βαθύς, βέβαιος, βριαρός, δριμύς, δυνατός, ἐγκρατής, ἐμβριθής, ἔμπεδος, ἔπακμος, ἐπιτελεστικός, ἐρισθενής, ἐρρωμένος, εὐεκτικός, εὐπαγής, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, εὐρύνωτος, εὔρωστος, εὐσταθής, ἐϋσταθής, εὐσωματώδης, εὔτονος, εὔφορος, ἐχυρός, ζωρός, θαλερός, ἰνώδης, ἰσχυρός, καρτερός, κάτοχος, κραταιγύαλος, κραταιός, κραταίπεδος, λιπαρός, μάργος, νεανίας, νεηνίης, νήγρετος, ὀχυρός, παχύς, πηγός, πλατύς, πλήκτης, πραγματικός, πρίνινος, πυκνός, πύργινος, ῥωμαλέος, στερεός, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στιπτός, στομωτός, στυφελός, στυφλός, σφενδάμνινος, σφοδρός, σῶκος, ταλαύρινος, τετράγωνος, χλούνης